Καί ἄν ὁ ἱερός καί θεόπνευστος ὑμνογράφος αἰσθάνεται ἀδυναμία νά βρεῖ ἕνα ἐγκώμιο ἀντάξιο τῆς ἁγιότητος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, εἶναι φυσικό ἐμεῖς νά αἰσθανόμεθα ἀκόμη μεγαλύτερη ἀδυναμία γιά νά τήν ὑμνήσουμε.
Γιατί πῶς νά ὑμνήσει κανείς τήν Παναγία Παρθένο; Πῶς νά ἐγκωμιάσει κανείς αὐτήν πού ἐπέλεξε ὁ ἴδιος ὁ Θεός γιά νά γίνει Μητέρα τοῦ Υἱοῦ του καί συνεργός στό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου;
Ἄν ὅμως ὁ Υἱός της καί Θεός μας δέχεται εὐχαρίστως «ἐκ στόματος νηπίων καί θηλαζόντων αἶνον», εἶναι βέβαιο ὅτι καί ἡ φιλόστοργη καρδία τῆς Παναγίας Μητέρας του δέχεται τόν ταπεινό ὕμνο τῶν τέκνων της μέ πολλή ἀγάπη.
Τόν δεχόταν ὅλες αὐτές τίς ἑβδομάδες τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, κατά τίς ὁποῖες προστρέχαμε κάθε Παρασκευή στούς ναούς μας γιά νά ψάλουμε τούς Χαιρετισμούς της, ἀλλά καί γιά νά τῆς ἐμπιστευθοῦμε τά αἰτήματα τῶν καρδιῶν μας, ὅ,τι μᾶς ἀπασχολοῦσε, ὅ,τι μᾶς ἀνησυχοῦσε, ὅ,τι μᾶς ἔθλιβε, καί νά τήν παρακαλέσουμε νά τά μεταφέρει στόν Υἱό της καί Κύριό μας.